- μεθαρμόζω
- (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω)μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζωαρχ.1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)2. μέσ. μεθαρμόζομαια) μεταβάλλω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ κάτι νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», Αισχύλ.)β) προσαρμόζομαιγ) συμφωνώ («πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)δ) μουσ. αλλάζω ήχο, μέλος («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῑα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ βλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἁρμόζω].
Dictionary of Greek. 2013.